- παραπλανιέμαι
- παραπλανιέμαι, παραπλανήθηκα, παραπλανημένος βλ. πίν. 59
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραρρυώ — έω, Α παρασύρομαι, εξαπατώμαι, παραπλανιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θ. ρυ τού ἐρύω (Ι) «σύρω»] … Dictionary of Greek
προκλέπτομαι — Α απατώμαι από κάποιον προηγουμένως («τῶν λάθρᾳ τι βουλομένων δρᾱν ὁ θυμὸς προκλέπτεται», Σχόλ. Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κλέπτομαι «εξαπατώμαι, παραπλανιέμαι»] … Dictionary of Greek
παραπλανώμαι — παραπλανώμαι, παραπλανήθηκα, παραπλανημένος βλ. πίν. 61 και πρβλ. παραπλανιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής